For more than twenty (20) years Pataki Publications has been working with dedication for the creation of the Large Electronic Dictionary of Modern Greek Language - Pataki (LEDMGL-P).
{ψυχολ.}
Ψυχολογική μέθοδος χειραγώγησης που ασκεί κπς χειριστικός άνθρωπος (ένας άνθρωπος με ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, ένας άνθρωπος με εξουσία [ένας εργοδότης, ένας πολιτικός] κτλ.) σπέρνοντας αμφιβολίες στο θύμα του (π.χ. στον σύζυγό του, στον εργαζόμενό του κτλ.), ώστε να μην είναι σίγουρο για την αντίληψή του, τη μνήμη του, τις ικανότητές του, τα συναισθήματά του κτλ. και να καταλήγει εξαρτημένο από τον χειριστικό αυτόν άνθρωπο· για παράδειγμα, μια γυναίκα λέει στον χειριστικό άντρα της «Μου φώναξες πολύ άσχημα χθες» και εκείνος της απαντά κάνοντας γκασλάιτινγκ «Εγώ; Δε φωνάζω ποτέ. Είσαι πολύ ευαίσθητη, τα βγάζεις όλα από το μυαλό σου»


