Lemma of the week

Χρήσεις-Φράσεις Ανάπτυξη

γλώσσα [ɣlósa] και (αρχαιοπρεπές) γλώττα [ɣlóta], η (ουσ. ΟθI2.1).

1)

α.

α1.

{ανατ.}

Μυώδες και ευκίνητο όργανο της στοματικής κοιλότητας, το οποίο χρησιμεύει στην αίσθηση της γεύσης, στη μάσηση και κατάποση των τροφών, στην ομιλία και στην αφή

Χρήσεις
τα νεύρα και οι μύες της γλώσσας |
Μόλις έβγαλα το φαΐ από τον φούρνο, πρόσεχε μην κάψεις τη γλώσσα σου!
Πλατάγισε τη γλώσσα του
Στέγνωσε η γλώσσα μου από τη δίψα
Τα καλά παιδάκια δε βγάζουν τη γλώσσα τους!
(= για να κοροϊδέψουν)

(ως απειλή, συνήθ. σε μικρό παιδί)
Αν σε ξανακούσω να λες κακές λέξεις, θα σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα!
Αν σε ξανακούσω να βρίζεις, θα σου την κόψω τη γλώσσα, κακομοίρη μου!

η διχαλωτή γλώσσα του φιδιού |
Η γάτα βούτηξε τη γλώσσα της στο μπολ με το γάλα

(ως φαγητό)
Μου αρέσει πολύ η μοσχαρίσια γλώσσα βραστή

Φράσεις
    ΕΚΦΡ
    Μου βγαίνει η γλώσσα

    κουράζομαι πολύ, καταπονούμαι σωματικά

    (ΣΥΝ ξεθεώνομαι)
    Χρήσεις
    Μου βγήκε η γλώσσα να ανέβω την ανηφόρα!
    Μου βγήκε η γλώσσα στο τρέξιμο

    Έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/ παπούτσι= βλ. τσαρούχι.
    ΠΑΡΟΙΜ
    Γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι

    ο φλύαρος άνθρωπος δεν έχει μυαλό, είναι ανόητος

α2.

{κτηνιατρ.} νόσος της κυανής γλώσσας

Ο καταρροϊκός πυρετός (βλ. καταρροϊκός)

β.

Το παραπάνω ανατομικό όργανο ως όργανο ομιλίας, σε εκφράσεις δηλαδή που αναφέρονται στην επικοινωνιακή του λειτουργία

Χρήσεις
λάθος από παραδρομή της γλώσσας (= σφάλμα, μπέρδεμα κατά την ομιλία) |
Είναι πολυλογού, δε βάζει χαλινάρι στη γλώσσα της!
(= δεν προσέχει, δε συγκρατεί τα λόγια της)
Αφού ήπιε δυο τρία ποτά, λύθηκε η γλώσσα του και της ομολόγησε τον έρωτά του
(= άρχισε να εκφράζεται ελεύθερα, ξεπερνώντας ενδεχόμενη συστολή, τρακ κτλ.)
Η γλώσσα της στάζει φαρμάκι κάθε φορά που μιλάει για τα πεθερικά της
(= μιλάει με κακία, με κακεντρέχεια)
Όταν μιλάει γι’ αυτή, η γλώσσα του στάζει μέλι
(= μιλάει με τα καλύτερα λόγια)

Φράσεις
    ΕΚΦΡ
    Δένεται η γλώσσα μου (κόμπος)

    δυσκολεύομαι, αδυνατώ να εκφραστώ λόγω συστολής, τρακ κτλ.

    Χρήσεις
    Από το τρακ είχε δεθεί η γλώσσα μου κόμπος και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη!

    Καταπίνω τη γλώσσα μου

    μένω σιωπηλός, γιατί νιώθω τρακ ή γιατί κάποιος με αποστομώνει

    Χρήσεις
    Στο σπίτι το έλεγε μια χαρά το μάθημά της, όταν πήγαινε όμως στο σχολείο, κατάπινε τη γλώσσα της!
    Όταν της είπα ότι κι εκείνη τα ίδια είχε κάνει στα νιάτα της, κατάπιε τη γλώσσα της, δεν ήξερε πού να κρυφτεί!

    Δεν πάει η γλώσσα μου (να πω κτ)

    διστάζω να πω κτ, γιατί αμφιβάλλω αν η αποκάλυψή του είναι σκόπιμη, ηθικά σωστή κτλ.

    Χρήσεις
    Δεν πήγαινε η γλώσσα μου να της πω ότι η αδερφή της είχε φύγει οριστικά για το εξωτερικό και δε θα ξαναγυρνούσε ποτέ πίσω

    Η γλώσσα μου πάει ροδάνι

    μιλάω ακατάπαυστα και με ευχέρεια

    Χρήσεις
    Ροδάνι πάει η γλώσσα του, άμα τον ρωτήσεις για το ποδόσφαιρο!

    Κπν τον τρώει η γλώσσα του

    χρησιμοποιείται για κπν που δε συγκρατείται και είναι έτοιμος να πει, να αποκαλύψει κτ που θα έπρεπε να αποσιωπήσει

    Χρήσεις
    Την παρακάλεσα να μην πει τίποτα σε κανέναν, αλλά βλέπω ότι την τρώει η γλώσσα της (να τα ξεφουρνίσει όλα)!

    Έχω μακριά/ μεγάλη γλώσσα & Βγάζω γλώσσα (σε κπν) & Βγάζω (σε κπν) μια γλώσσα (να)!

    μιλώ με αυθάδη, αναιδή τρόπο

    Χρήσεις
    Ο γιος του έχει μεγάλη γλώσσα και αντιμιλά στους καθηγητές του
    Τελευταία η έφηβη κόρη του του βγάζει γλώσσα

    Μάλλιασε η γλώσσα μου & (σπάν.) Έβγαλε η γλώσσα μου μαλλί/ μαλλιά

    κουράστηκα, βαρέθηκα να λέω συνεχώς τα ίδια, προκειμένου να πείσω κπν για κτ, να του εξηγήσω κτ κτλ., αλλά χωρίς αποτέλεσμα

    (ΣΥΝ ΕΚΦΡ γάνιασε η γλώσσα μου)
    Χρήσεις
    Μάλλιασε η γλώσσα μου να της λέω ότι δεν πρέπει να κάθεται με τις ώρες στον ήλιο, αλλά αυτή τίποτα!
    Μάλλιασε η γλώσσα του να τους εξηγεί τι είναι αυτό το μηχάνημα και πώς δουλεύει

    Δε βάζω γλώσσα μέσα μου

    μιλάω ακατάπαυστα

    Χρήσεις
    Δεν έβαλε γλώσσα μέσα της όλο το απόγευμα, μου πήρε το κεφάλι!

    Μάζεψε τη γλώσσα σου!

    πρόσεχε πώς μιλάς, μη γίνεσαι αυθάδης, αναιδής· χρησιμοποιείται ως προειδοποίηση, απειλή κτλ.

    Χρήσεις
    Για μάζεψε λίγο τη γλώσσα σου, γιατί θα σε αναφέρω στους ανωτέρους σου!

    Δάγκωσε/ Φάε τη γλώσσα σου!

    χρησιμοποιείται ως προτροπή σε κπν να μην προμαντεύει δυσάρεστα πράγματα, να μην κακομελετά

    Έχω κτ στην άκρη της γλώσσας μου

    i.

    προσπαθώ να θυμηθώ κτ που θέλω να πω, αλλά δυσκολεύομαι

    ii.

    είμαι έτοιμος, πολύ κοντά στο να πω, να ξεστομίσω κτ

    Μπερδεύω τη γλώσσα μου

    κάνω σφάλματα στην ομιλία μου, συνήθως αλλάζοντας τη σωστή σειρά φθόγγων ή λέξεων, από βιασύνη ή τρακ

    Ακονίζω τη γλώσσα μου

    μιλάω σκληρά σε κπν

    Χρήσεις
    «Όπου δεν ημπορούσε ν’ απλώση χέρι, ακόνιζε τη γλώσσα του»
    (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, Εστία)

    Οι κακές γλώσσες

    χαρακτηρισμός για όσους διασπείρουν δυσμενείς, κακεντρεχείς πληροφορίες για κπν ή για κτ, που μπορεί να ευσταθούν ή όχι

    Χρήσεις
    Οι κακές γλώσσες λένε ότι απατούσε τον άντρα της

    ΠΑΡΟΙΜ
    Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει/ σπάει

    ο λόγος έχει μεγάλη δύναμη, αποτελεσματικότητα κτλ.

    ΓΝΩΜ
    Να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας

    δεν πρέπει να μιλάει κάποιος προτού σκεφτεί καλά

    Πριν μιλήσεις, να βουτάς τη γλώσσα στο μυαλό

    πριν μιλήσεις, να σκεφτείς αυτό που πρόκειται να πεις

γ.

(κατ’ επέκτ.)

Οτιδήποτε μοιάζει με το παραπάνω ανατομικό όργανο ως προς το σχήμα, τη μορφή του· αποτελεί συνήθως επίμηκες, τριγωνικό, διχαλωτό κτλ. τμήμα, άκρο πράγματος, επιφάνειας κτλ.

Χρήσεις
η γλώσσα του παπουτσιού | η γλώσσα της κλειδαριάς

Το τραπεζομάντιλο καταλήγει σε γαλάζιες γλώσσες πλεγμένες με το βελονάκι

Δεκάδες γλώσσες στεριάς εισχωρούσαν στη θάλασσα

Οι πύρινες γλώσσες έφτασαν στα πρώτα σπίτια του χωριού
(= βλ. και σημ. 2α)

2)

{γλωσσ.}

α.

Σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των ατόμων ορισμένης γλωσσικής κοινότητας, το οποίο αποτελείται από ορισμένο σύνολο γλωσσικών σημείων (συνδυασμών φθόγγων και σημασίας)· η γλώσσα αποτελεί σύστημα σημείων (συνήθως λέξεων) που συνδυάζονται μεταξύ τους με βάση γραμματικούς κανόνες· ο όρος μπορεί να αφορά είτε το ίδιο το σύστημα είτε τα προϊόντα του συστήματος, δηλαδή τον παραγόμενο λόγο, την ομιλία

Χρήσεις
ελληνική/ αγγλική/ γαλλική/ κινέζικη γλώσσα | ινδοευρωπαϊκές/ ασιατικές/ σημιτικές/ λατινογενείς/ σλαβικές γλώσσες | διάδοση/ καθιέρωση μιας γλώσσας | εκμάθηση/ διδασκαλία/ φροντιστήριο/ κέντρο/ καθηγητής/ μαθήματα ξένων γλωσσών | προφορά/ φωνολογία/ γραμματική/ συντακτικό/ λεξιλόγιο/ λεξικό/ δομή μιας γλώσσας | οι διάλεκτοι μιας γλώσσας | αρχαία/ νέα ελληνική γλώσσα | αρχαία/ μεσαιωνική/ βυζαντινή/ νεοελληνική γλώσσα | καθαρεύουσα/ λόγια/ δημοτική/ καθομιλουμένη γλώσσα | μητρική γλώσσα (= η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει κάποιος παράλληλα με τη βιολογική ωρίμανση και ως μέρος της διαδικασίας κοινωνικοποίησης κατά την επαφή και επικοινωνία με το γονεϊκό και κοινωνικό περιβάλλον του)

δεύτερη γλώσσα (= γλώσσα που μαθαίνει κάποιος αφού έχει κατακτήσει τη μητρική του γλώσσα)

πρότυπη γλώσσα (= η γλωσσική ποικιλία που έχει τυποποιηθεί και χρησιμοποιείται στους κρατικούς θεσμούς, στη διοίκηση, στην εκπαίδευση, στη δημόσια επικοινωνία κτλ. ως επίσημη γλώσσα του κράτους) | φυσική γλώσσα (= κάθε γλώσσα που έχει φυσικούς ομιλητές, δηλαδή ομιλητές που την έχουν διδαχθεί ως μητρική) | τεχνητή γλώσσα (= όπως η εσπεράντο και γενικότερα επινοημένες γλώσσες, οι οποίες δεν έχουν φυσικούς ομιλητές, αλλά δημιουργούνται για να διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ αλλόγλωσσων ομιλητών ή για άλλους σκοπούς, όπως σε σχέση με τον προγραμματισμό στο πλαίσιο της πληροφορικής) | συγγενείς/ συγγενικές γλώσσες (= που παρουσιάζουν δομικές ομοιότητες) | μητέρα γλώσσα (= γλώσσα από την οποία έχουν προέλθει μέσω γλωσσικής μεταβολής άλλες γλώσσες) (πρβ. πρωτογλώσσα) | αδελφές γλώσσες (= γλώσσες με κοινή καταγωγή) | η επίσημη γλώσσα ενός κράτους | νεκρή γλώσσα (= γλώσσα που δε μιλιέται πλέον από φυσικούς ομιλητές, όπως τα λατινικά) | ζωντανή γλώσσα (= γλώσσα που έχει φυσικούς ομιλητές) |
Για πολλά χρόνια τα αγγλικά ήταν η γλώσσα του εμπορίου και τα γαλλικά η γλώσσα της τέχνης και της διπλωματίας
Η ελληνική είναι μια πλούσια γλώσσα, δίνει στον ομιλητή άπειρες δυνατότητες έκφρασης
Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή, στο τμήμα ιταλικής γλώσσας και φιλολογίας
Το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ και μεταφράστηκε σε δεκατέσσερις γλώσσες
Η 26η Σεπτεμβρίου έχει καθιερωθεί ως η Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών
Είναι δικηγόρος και χειρίζεται άψογα τη γλώσσα
Η γλώσσα αλλάζει/ κινδυνεύει/ φτωχαίνει/ κακοποιείται/ πλουτίζεται
Μιλάει πολλές γλώσσες
Απευθύνθηκε στο ακροατήριό του με πύρινη γλώσσα
(= με δριμύ ύφος, με ύφος γεμάτο πάθος, ένταση· βλ. και σημ. 1γ)

Φράσεις
    ΕΚΦΡ
    Μιλάμε κοινή/ την ίδια γλώσσα

    έχω κοινές απόψεις με κπν, υπάρχει μεταξύ μας κλίμα καλής επικοινωνίας και σύμπνοιας

    Χρήσεις
    Συνεργάζονται θαυμάσια, γιατί μιλούν την ίδια γλώσσα

    Μιλάμε άλλη/ διαφορετική γλώσσα

    δεν ταυτίζονται οι ιδέες, απόψεις μου κτλ. με αυτές κάποιου άλλου, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να έχουμε κλίμα σύμπνοιας

    ΓΝΩΜ
    <λόγ.> Γλώσσα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει

    λάθη εκ παραδρομής κατά την ομιλία που αποκαλύπτουν, παρά τη θέληση του ομιλητή, την πραγματική αλήθεια, τις κρυφές του επιθυμίες κτλ.

β.

β1.

γλώσσα-πηγή

Η γλώσσα από την οποία πραγματοποιείται μια μετάφραση ή διερμηνεία

Χρήσεις
Η γλώσσα-πηγή του βιβλίου είναι η αγγλική
Ο εμφατικός χαρακτήρας της γλώσσας-πηγής δημιούργησε προβλήματα στη διερμηνεία στα ελληνικά

β2.

γλώσσα-στόχος

Η γλώσσα στην οποία πραγματοποιείται μια μετάφραση ή διερμηνεία

Χρήσεις
Ο μεταφραστής καλείται να κατανοήσει την πολιτισμική πραγματικότητα του έργου και να τη μεταφέρει στη γλώσσα-στόχο
Ο διερμηνέας μεταφέρει ταυτόχρονα την ομιλία από έναν ηχητικά μονωμένο θάλαμο προς τη γλώσσα-στόχο

γ.

γ1.

αναλυτική γλώσσα

Η γλώσσα στην οποία η έκφραση των γραμματικοσυντακτικών σημασιών και λειτουργιών γίνεται με τη χρήση ειδικών γραμματικών/ λειτουργικών μορφημάτων, π.χ. προθέσεων, βοηθητικών ρηματικών στοιχείων, των οποίων η σχέση μορφής και σημασίας είναι ένα προς ένα κτλ.)

γ2.

συνθετική γλώσσα

Η γλώσσα της οποίας οι λέξεις έχουν ιδιαίτερα σύνθετη εσωτερική δομή, ενώ οι γραμματικοσυντακτικές σχέσεις εκφράζονται είτε με την κλίση, η οποία σε αυτές τις γλώσσες είναι ιδιαίτερα σύνθετη, είτε με τη συγκόλληση μορφημάτων πάνω σε μια ρίζα

γ3.

συγκολλητική/ συμφυρματική γλώσσα

Γλώσσα της οποίας οι λέξεις αποτελούνται από μια ακολουθία μορφών που τοποθετούνται γραμμικά η μία μετά την άλλη· καθεμιά από τις μορφές αυτές αντιστοιχεί σε μία και μόνη σημασία· τυπικό παράδειγμα συγκολλητικής γλώσσας είναι η τουρκική, αλλά και η ιαπωνική, ενώ πολλές άλλες γλώσσες εμφανίζουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό το χαρακτηριστικό της συγκόλλησης στη μορφολογία τους· για παράδειγμα, αν στην τουρκική λέξη «ev», που σημαίνει «σπίτι», προσθέσουμε το μόρφημα «ler» δίνεται ο πληθυντικός («ev-ler» = «σπίτια»), ενώ με την προσθήκη σε αυτόν του μορφήματος «i» δημιουργείται η γενική κτητική του πληθυντικού («ev-ler-i» = «τα σπίτια τους»)

γ4.

κρεολή γλώσσα Βλ. κρεολός

γ5.

παρεφθαρμένη γλώσσα

Η πίτζιν (βλ. λ.)

δ.

δ1.

αρχαία μακεδονική γλώσσα

Αρχαία ελληνική διάλεκτος με αρκετά δωρικά χαρακτηριστικά, που μιλήθηκε στον χώρο της αρχαίας Μακεδονίας, πριν από τη διάδοση της αττικής διαλέκτου, και της οποίας σώζονται μερικές μόνο λέξεις, οι περισσότερες κύρια ονόματα και προσηγορικά

δ2.

βόρεια μακεδονική γλώσσα

Σερβοβουλγαρική γλώσσα που χρησιμοποιείται στο κράτος της Βόρειας Μακεδονίας (πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας) και δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία ελληνική διάλεκτο

ε.

ε1.

μπαντού γλώσσες

Ομάδα από περισσότερες από τετρακόσιες συγγενείς γλώσσες που ομιλούνται κυρίως στην Κεντρική, στην Κεντροανατολική και στη Ν. Αφρική και η οποία περιλαμβάνει τη σουαχίλι, τη ζουλού και τη χόσα

ε2.

αυστρονησιακή γλώσσα Βλ. αυστρονησιακός

ε3.

ινδοϊρανικές γλώσσες Βλ. ινδοϊρανικός

ε4.

τοχαρική γλώσσα Βλ. τοχαρικός

ε5.

σανσκριτική γλώσσα Βλ. σανσκριτικός

ε6.

ιρανικές γλώσσες Βλ. ιρανικός

ε7.

ιταλική γλώσσα Βλ. ιταλικός

ε8.

σκανδιναβική γλώσσα Βλ. σκανδιναβικός

ε9.

γερμανική γλώσσα Βλ. γερμανικός

ε10.

χαμιτοσημιτικές γλώσσες Βλ. χαμιτοσημιτικός

ε11.

αφροασιατικές γλώσσες Βλ. αφροασιατικός

ε12.

ζενδική γλώσσα Βλ. ζενδικός

ε13.

δαρδικές γλώσσες Βλ. δαρδικός

ε14.

ουραλικές γλώσσες Βλ. ουραλικός

ε15.

κελτικές γλώσσες Βλ. κελτικός

ε16.

βαλτοσλαβική γλώσσα Βλ. βαλτοσλαβικός

ε17.

βαλτική γλώσσα Βλ. βαλτικός

ε18.

τουρκική γλώσσα Βλ. τουρκικός

ε19.

ραιτορομανική γλώσσα Βλ. ραιτορομανικός

ε20.

αλταϊκές γλώσσες Βλ. αλταϊκός

ε21.

ιταλοδυτική γλώσσα Βλ. ιταλοδυτικός

ε22.

γλώσσες της Ανατολίας

Ομάδα εξαφανισμένων πλέον γλωσσών της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας που ομιλούνταν στη Μικρά Ασία (Ανατολία), η καλύτερα μαρτυρημένη από τις οποίες είναι η χεττιτική· η αποκρυπτογράφησή τους βοήθησε στην κατανόηση της εξέλιξης της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας

στ.

δημοτική γλώσσα Βλ. δημοτικός

ζ.

επίπεδο γλώσσας Βλ. επίπεδο

3)

α.

Το μάθημα που έχει ως αντικείμενό του τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας, καθώς και το αντίστοιχο εγχειρίδιο

Χρήσεις
Τη δεύτερη ώρα έχουμε γλώσσα

το βιβλίο της γλώσσας

β.

(συνήθ. στον εν.)

β1.

Ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης που χρησιμοποιεί ένα άτομο, μια ομάδα ατόμων, ένας επαγγελματικός κλάδος κτλ.

(πρβ. ιδιόλεκτος)
Χρήσεις
προσεγμένη/ πλούσια/ πρόχειρη/ γλαφυρή/ ζωντανή/ χυδαία/ ιδιωματική/ μάγκικη γλώσσα | συνθηματική γλώσσα (= γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας που είναι γνωστός στα μέλη μιας κλειστής κοινωνικής ομάδας και συντελεί ώστε τα μέλη της ομάδας αυτής να επικοινωνούν μεταξύ τους χωρίς να γίνονται αντιληπτά από τους άλλους) | επίπεδα γλώσσας | η γλώσσα των νέων/ των ναυτικών | η γλώσσα του λαού | η γλώσσα της νομικής/ της δημοσιογραφίας |
Η γλώσσα της επιστήμης πρέπει να είναι σαφής, ακριβής, να μην επιδέχεται διττές ερμηνείες

η γλώσσα του Καβάφη/ του Ελύτη |
Ο διπλωμάτης μας αναγκάστηκε να μιλήσει με σκληρή γλώσσα
Ο κόσμος έχει βαρεθεί την ξύλινη γλώσσα των πολιτικών
(= τρόπος έκφρασης που χαρακτηρίζεται από τη χρήση τυποποιημένων εκφράσεων και συνθηματικού λόγου και στερείται ζωντάνιας, πρωτοτυπίας κτλ.)

(συνεκδ.) (για υβριστικό, χυδαίο, συκοφαντικό κτλ. τρόπο έκφρασης) (ΣΥΝ βρομόγλωσσα)
Τι γλώσσα είναι αυτή!
Έχει μια γλώσσα, ο Θεός να σε φυλάει!

β2.

Τρόπος έκφρασης που αποδίδει, εκφράζει ορισμένη στάση του ομιλητή

Χρήσεις
η γλώσσα της λογικής/ της αλήθειας

4)

α.

(κατ’ επέκτ.)

α1.

Σύστημα, κώδικας επικοινωνίας που στηρίζεται σε μη λεκτικά σύμβολα

Χρήσεις
γλώσσα του σώματος (= μετάδοση μηνυμάτων για τις προθέσεις, τα συναισθήματα, τον χαρακτήρα κτλ. κάποιου μέσω της στάσης ή κίνησης του σώματος ή μελών του)

η γλώσσα των χρωμάτων/ των λουλουδιών (= ο συμβολισμός των χρωμάτων/ των λουλουδιών)

Ο λαός πεινάει· στη γλώσσα των αριθμών, ο πληθωρισμός έχει ξεπεράσει το 200%!
(= σύμφωνα με τους στατιστικούς δείκτες)

η γλώσσα της μουσικής/ της ζωγραφικής

α2.

(ειδικότ.) (αναφορικά με τα ζώα)

Αντανακλαστική απόκριση ενός ζώου σε κάποιο ερέθισμα, που περιλαμβάνει το σύνολο των ήχων (π.χ. κραυγών, σφυριγμάτων, τιτιβισμάτων, βρυχηθμών κτλ.) ή των σωματικών κινήσεων (π.χ. χειρονομιών, μορφασμών, ορισμένου τρόπου πετάγματος κτλ.) του ζώου που αντιστοιχούν σε κάποιο συγκεκριμένο, απλό μήνυμα (π.χ. πείνα, θυμό, απειλή, ερωτικό κάλεσμα κτλ.)· βασικές διαφορές στους επικοινωνιακούς κώδικες των ζώων και στη γλώσσα των ανθρώπων είναι ότι τα σύμβολα στον κώδικα των ζώων δε συνδυάζονται για την παραγωγή νέων μηνυμάτων και δε διαθέτουν γραμματική δομή

Χρήσεις
γλώσσα των ζώων |
Ο τρελός του χωριού ήταν ο μόνος που φαινόταν να καταλαβαίνει τη γλώσσα των πουλιών, να καταλαβαίνει τι σημαίνουν τα τιτιβίσματά τους

β.

κινηματική/ νοηματική γλώσσα

Σύστημα επικοινωνίας που χρησιμοποιείται μεταξύ των κωφαλάλων, στο οποίο το μήνυμα εκφράζεται με την κίνηση των χεριών, με τη στάση ή την κίνηση του σώματος ή με την έκφραση του προσώπου· η γλώσσα των κωφαλάλων, η γλώσσα των νευμάτων

5)

{πληροφ.}

α.

γλώσσα μηχανής (αγγλ. machine code)

Μια σειρά εντολών γραμμένη σε δεκαεξαδικό αριθμητικό σύστημα για την εκτέλεση συγκεκριμένων εντολών από τον επεξεργαστή· κάθε ψηφίο αντιστοιχεί σε 16 μπιτ του δυαδικού συστήματος

β.

συμβολική γλώσσα προγραμματισμού (αγγλ. assemply language)

Κώδικας που μεσολαβεί ανάμεσα στη γλώσσα μηχανής και στη γλώσσα προγραμματισμού· χρησιμοποιεί έναν πολύ περιορισμένο αριθμό αγγλικών λέξεων για την περιγραφή κάθε βήματος που θέλουμε να ακολουθήσει ένας επεξεργαστής κατά την εκτέλεση μιας εντολής· μετατρέπεται από τον συναρμολογητή (assembler) σε γλώσσα μηχανής

γ.

γλώσσα προγραμματισμού (αγγλ. programming language)

Μια σειρά εντολών γραμμένη σε λατινικό αλφάβητο, με τη χρήση συγκεκριμένων αγγλικών λέξεων και συμβόλων, η οποία ακολουθεί αυστηρούς κανόνες συντακτικής δομής· θα εκτελεστεί από έναν επεξεργαστή Η/Υ αφού μετατραπεί σε συμβολική γλώσσα προγραμματισμού από τον μεταγλωττιστή (compiler)

δ.

{λογικ.} τυπική γλώσσα

Ένα σύνολο λέξεων που συνίσταται από εκείνες τις σειρές γραμμάτων ή συμβόλων (τα οποία απαρτίζουν το αλφάβητό της) που ακολουθούν το σύνολο αξιωμάτων και κανόνων επί του οποίου αυτό έχει θεμελιωθεί

Χρήσεις
Στην επιστήμη των υπολογιστών οι τυπικές γλώσσες χρησιμοποιούνται κυρίως για τη σύνταξη των γλωσσών προγραμματισμού

6)

{φιλολ.}

α.

Λέξη ή έκφραση απαρχαιωμένη, ιδιωματική ή ξένη που έχει περιπέσει σε αχρησία και χρήζει ερμηνείας, επεξήγησης για να γίνει κατανοητή

(ΣΥΝ γλώσσημα)
Χρήσεις
Ο λεξικογράφος Ησύχιος (5ος αι. μ.Χ.) συνέλεξε και διέσωσε πολλές γλώσσες των αρχαίων χρόνων

β.

Σχόλιο ή ερμηνεία που γράφεται ανάμεσα στις γραμμές ενός χειρογράφου

7)

{ζωολ.}

α.

Γένος ψαριών με σώμα ωοειδές και πεπλατυσμένο, τα οποία περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους με τη μία πλευρά του σώματος ακουμπισμένη στον πυθμένα σε ρηχά νερά και έχουν τα δύο μάτια τους στην άλλη πλευρά του σώματος· απαντούν σε θερμές και εύκρατες θάλασσες (με εξαίρεση ορισμένα που απαντούν και σε γλυκά νερά) και έχουν πολύ νόστιμη λευκή και σφιχτή σάρκα με λίγα κόκαλα, γι’ αυτό και αλιεύονται εντατικά

. ||| Γένος Solea (γλώσσα), οικογένεια Soleidae (γλωσσίδες)

β.

Το παραπάνω ψάρι ως φαγητό

Χρήσεις
Χθες φάγαμε γλώσσα πανέ
Δε μου αρέσουν τα ψάρια, εκτός από τη γλώσσα φιλέτο, που είναι χωρίς κόκαλα


–υποκορ. (μόνο στη σημ. 1) η γλωσσίτσα (ΟθI2.6) και η γλωσσούλα (ΟθI2.6) και (μόνο στη σημ. 1β) το γλωσσάκι (ΟοIΙ2.3) και (μόνο στη σημ. 1γ) το γλωσσίδι Βλ. λ. και <λόγ.> το γλωσσίδιον και το γλωττίδι και <λόγ.> το γλωττίδιον
–μεγεθ. η γλωσσάρα (ΟθI2.6) (συνήθ. στις σημ. 1, ).
[ΕΤΥΜ^ < αρχ. γλῶσσα/ γλῶττα· για σημ. 6 πρβ. νεολατ. glossa ].

For more than twenty (20) years Pataki Publications has been working with dedication for the creation of the Large Electronic Dictionary of Modern Greek Language - Pataki (LEDMGL-P).

Please visit our subscription terms page for more information.

You can request a reset of your password.